διόσανθος

διόσανθος
ο (Α διόσανθος)
βοτ. το φυτό δίανθος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διόσανθος — carnation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαριφαλιά — και γαρυφαλιά και γαρου , γαρε , γαροφαλιά, η το φυτό Διόσανθος*, Δίανθος* ο καρυόφυλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”